πωροῖ

πωροῖ
πωρέω
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)
πωρόω
petrify
pres ind mp 2nd sg
πωρόω
petrify
pres opt act 3rd sg
πωρόω
petrify
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πῶροι — Πῶρος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶροι — πῶρος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”